Θυροειδίτιδα Hasimoto
Θυρεοειδίτιδα Hashimoto (Χρόνια Αυτοάνοση Θυρεοειδίτιδα)
Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto είναι μια χρόνια, αυτοάνοση νόσος του θυρεοειδούς αδένα και αποτελεί τη συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού στις χώρες με επαρκή πρόσληψη ιωδίου. Το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα που στοχεύουν και καταστρέφουν σταδιακά τα θυρεοειδικά κύτταρα, οδηγώντας σε φλεγμονή και δυσλειτουργία του αδένα.
Παθογένεια και Αιτιολογία
Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία, με συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και περιβαλλοντικών παραγόντων . Παρατηρείται ισχυρή οικογενειακή προδιάθεση – συχνά εμφανίζεται σε μέλη της ίδιας οικογένειας ή σε άτομα με συγγενείς που πάσχουν από θυρεοειδοπάθειες (ακόμα και από νόσο Graves) – γεγονός που υποδηλώνει γενετικούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. πολυμορφισμοί σε γονίδια του ανοσοποιητικού όπως τα HLA, CTLA-4, PTPN22). Ωστόσο, επειδή η μονοζυγωτική συμβατότητα (ομοιότητα) μεταξύ διδύμων είναι περίπου 50%, σημαντικό ρόλο παίζουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες . Η περίσσεια ιωδίου στη διατροφή έχει συσχετισθεί με αυξημένη συχνότητα αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας – η χρόνια υψηλή πρόσληψη ιωδίου καθιστά τα θυρεοειδικά αντιγόνα πιο “ανοσογόνα” και μπορεί να ενεργοποιήσει την αυτοανοσία . Αντίθετα, ήπια έλλειψη ιωδίου φαίνεται να προστατεύει ενάντια στην Hashimoto (αν και η σοβαρή ανεπάρκεια ιωδίου επίσης αυξάνει τον κίνδυνο αυτοανοσίας) . Άλλοι παράγοντες που μελετώνται περιλαμβάνουν: την έλλειψη σεληνίου (η οποία ενδέχεται να συμβάλλει στην αυτοανοσία – μελέτες δείχνουν ότι η συμπληρωματική χορήγηση σεληνίου μπορεί να μειώσει ελαφρά τους τίτλους αντισωμάτων) , την έλλειψη σιδήρου (π.χ. λόγω συνυπάρχουσας κοιλιοκάκης ή αυτοάνοσης γαστρίτιδας) , καθώς και λοιμογόνους ή ορμονικούς παράγοντες. Χαρακτηριστικά, η Hashimoto εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες μέσης ηλικίας, ενώ ανοσολογικές αλλαγές όπως η επιλόχεια περίοδος (μετά τον τοκετό) μπορεί να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν την αυτοάνοση αντίδραση. Η νόσος συνυπάρχει συχνά με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα – για παράδειγμα, ασθενείς με Hashimoto μπορεί να έχουν και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, κοιλιοκάκη, ρευματοειδή αρθρίτιδα ή άλλες αυτοάνοσες διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος.
Κλινική εικόνα
Η κλινική εμφάνιση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Αρχικά, πολλοί ασθενείς μπορεί να μην παρουσιάζουν καθόλου συμπτώματα – η πάθηση εξελίσσεται συνήθως αργά, σε βάθος ετών . Στα πρώιμα στάδια είναι δυνατόν να εμφανιστεί βρογχοκήλη, δηλαδή διάχυτη διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα, λόγω της φλεγμονής. Η βρογχοκήλη μπορεί να προκαλεί μια αίσθηση πληρότητας ή πίεσης στον λαιμό, αλλά συνήθως δεν είναι επώδυνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στα αρχικά στάδια μπορεί να παρατηρηθούν ήπιες διακυμάνσεις στη θυρεοειδική λειτουργία – σπάνια ακόμα και παροδική υπερθυρεοειδική φάση (“Hashitoxicosis”), πριν εγκατασταθεί ο υποθυρεοειδισμός.
Με την πάροδο του χρόνου, η συνεχιζόμενη ανοσολογική καταστροφή του θυρεοειδούς οδηγεί σε υποθυρεοειδισμό. Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού συνήθως αναπτύσσονται προοδευτικά και μπορεί αρχικά να περάσουν απαρατήρητα. Τα κυριότερα συμπτώματα και σημεία περιλαμβάνουν:
- Κόπωση και υπνηλία
- Ψυχρηλασία (αίσθημα δυσανεξίας στο κρύο).
- Αύξηση βάρους ή δυσκολία απώλειας βάρους, παρά μειωμένη όρεξη.
- Ξηροδερμία και τριχόπτωση.
- Δυσκοιλιότητα.
- Βραδυκαρδία (χαμηλός καρδιακός ρυθμός) και εύκολη κόπωση κατά την άσκηση.
- Διαταραχές περιόδου (ακανόνιστος κύκλος, μηνορραγίες) και υπογονιμότητα στις γυναίκες.
- Κατάθλιψη ή καταθλιμμένη διάθεση, διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης.
Η ένταση των συμπτωμάτων ποικίλλει: μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν ήπια συμπτώματα, ενώ άλλοι να εμφανίζουν πληθώρα εκδηλώσεων που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Σε προχωρημένο μη αντιμετωπισμένο υποθυρεοειδισμό, ενδέχεται να παρουσιαστεί βραχνάδα στη φωνή, πρήξιμο στο πρόσωπο, μυϊκές κράμπες, ακόμη και βραδεία σκέψη ή καταθλιπτική συμπτωματολογία. Σημειώνεται ότι τα συμπτώματα της Hashimoto δεν διαφέρουν από αυτά του υποθυρεοειδισμού οποιασδήποτε άλλης αιτιολογίας – η διαφορά έγκειται στην παρουσία της αυτοάνοσης επίθεσης ως υποκείμενης αιτίας.
Διάγνωση
Η διάγνωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto βασίζεται σε συνδυασμό κλινικών, εργαστηριακών και απεικονιστικών ευρημάτων. Ο ενδοκρινολόγος θα λάβει λεπτομερές ιστορικό και θα εκτιμήσει τα συμπτώματα και την κλινική εξέταση (ψηλάφηση θυρεοειδούς για διόγκωση/βρογχοκήλη, σημεία υποθυρεοειδισμού). Στη συνέχεια, επιβεβαιωτική διάγνωση γίνεται με εξετάσεις αίματος και, εφόσον χρειάζεται, με υπερηχογράφημα θυρεοειδούς:
- Εργαστηριακές εξετάσεις (ορμόνες): Χαρακτηριστικό εύρημα είναι η αυξημένη θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) στο αίμα, σε συνδυασμό με χαμηλά επίπεδα θυροξίνης (Τ4) – αυτό υποδηλώνει πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό. Στα αρχικά στάδια η Τ4 μπορεί να βρίσκεται στα κατώτερα φυσιολογικά όρια (λεγόμενος υποκλινικός υποθυρεοειδισμός), αλλά η TSH εμφανίζεται ήδη αυξημένη πέραν του φυσιολογικού . Σε βρέφη/παιδιά και σε έγκυες γυναίκες χρησιμοποιούνται ειδικά ηλικιακά ή τριμηνιαία όρια φυσιολογικών τιμών.
- Εργαστηριακές εξετάσεις (αντισώματα): Ο έλεγχος για αντιθυρεοειδικά αντισώματα είναι σημαντικός. Θετικά anti-TPO αντισώματα ανιχνεύονται σε πάνω από 90% των περιπτώσεων Hashimoto , ενώ αντισώματα αντι-θυρεοσφαιρίνης (anti-Tg) βρίσκονται περίπου στο 50–80% των ασθενών . Η παρουσία υψηλών τίτλων αντισωμάτων επιβεβαιώνει την αυτοάνοση αιτιολογία. Παρόλο που δεν είναι απαραίτητη για τη διάγνωση σε κλασικές περιπτώσεις, η απουσία αντισωμάτων δεν αποκλείει πλήρως τη νόσο (σπάνια υπάρχει οροαρνητική Hashimoto).
- Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς: Η υπερηχογραφική εικόνα μπορεί να αποκαλύψει χαρακτηριστικά χρόνιας θυρεοειδίτιδας – συνήθως ο θυρεοειδής εμφανίζει διάχυτη ανομοιογένεια και υποηχογενείς περιοχές λόγω λεμφωκυτταρικής διήθησης. Το υπερηχογράφημα δεν απαιτείται πάντοτε για τη διάγνωση, αλλά χρησιμοποιείται όταν υπάρχει αμφιβολία ή για να αξιολογηθεί το μέγεθος του θυρεοειδούς και η παρουσία όζων. Σε περιπτώσεις Hashimoto, το υπερηχογράφημα μπορεί να δείξει σημεία φλεγμονής ακόμη και σε πρόωρα στάδια, πριν την εμφάνιση σημαντικών εργαστηριακών ανωμαλιών . Επίσης, βοηθά στον αποκλεισμό άλλων παθήσεων του θυρεοειδούς (όπως όζοι ή διαφοροποίηση από νόσο Graves).
Διαφορική διάγνωση: Περιλαμβάνει άλλες αιτίες υποθυρεοειδισμού (π.χ. φάρμακα όπως αμιοδαρόνη ή λίθιο, προηγούμενη θυρεοειδεκτομή, ακτινοβολία), καθώς και άλλες θυρεοειδίτιδες (π.χ. υποξεία θυρεοειδίτιδα De Quervain που συνδέεται με ιογενή λοίμωξη και προκαλεί πόνο στον θυρεοειδή – κάτι που δεν συμβαίνει στη Hashimoto). Η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα μπορεί να συνυπάρχει με θυρεοειδικούς όζους – επομένως, αν στον υπέρηχο εμφανίζονται ύποπτοι όζοι, μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω έλεγχος (π.χ. παρακέντηση με λεπτή βελόνα) ανεξάρτητα από τη διάγνωση της Hashimoto.
Αντιμετώπιση και Θεραπεία
Στόχοι θεραπείας: Η θεραπευτική αντιμετώπιση στοχεύει στην αποκατάσταση των φυσιολογικών επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών και στην ύφεση των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού. Επίσης, αποσκοπεί στην πρόληψη των μακροπρόθεσμων επιπλοκών του υποθυρεοειδισμού (π.χ. δυσλιπιδαιμίες, καρδιαγγειακά προβλήματα) και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αξίζει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα οριστική “θεραπεία” που να εξαλείφει την αυτοάνοση διεργασία – στόχος είναι ο έλεγχος των συνεπειών (υποθυρεοειδισμού) με αγωγή υποκατάστασης.
Φαρμακευτική αγωγή (ορμονική υποκατάσταση): Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Θυρεοειδικής Εταιρείας (American Thyroid Association, ATA), οι περισσότεροι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό λόγω Hashimoto θα χρειαστούν δια βίου θεραπεία υποκατάστασης με θυρεοειδική ορμόνη . Η λεβοθυροξίνη (Τ4) είναι η συνιστώμενη αγωγή εκλογής – πρόκειται για συνθετική θυροξίνη όμοια με την φυσική ορμόνη του οργανισμού. Χορηγείται καθημερινά από το στόμα, συνήθως το πρωί νηστικός ο ασθενής, σε δοσολογία που εξατομικεύεται βάσει των τιμών της TSH στο αίμα. Η δόση τιτλοποιείται (αυξομειώνεται) από τον θεράποντα ιατρό ώστε η TSH του ασθενούς να επανέλθει και να διατηρείται εντός φυσιολογικών ορίων. Όταν η δόση είναι η κατάλληλη, τα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού υποχωρούν πλήρως και η εξέταση αίματος δείχνει φυσιολογική TSH . Αντιθέτως, αν η δόση είναι ανεπαρκής (χαμηλότερη του απαιτούμενου), παραμένει υψηλή TSH και συμπτώματα, ενώ αν η δόση είναι υπερβολική μπορεί να προκληθεί ιατρογενής υπερθυρεοειδισμός (χαμηλή TSH, συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, αϋπνία, τρόμος) – γι’ αυτό απαιτείται παρακολούθηση και τακτική αναπροσαρμογή της δόσης. Οι διεθνείς ενδοκρινολογικές εταιρείες συμφωνούν ότι δεν υπάρχει ένδειξη άλλων φαρμακευτικών θεραπειών πέραν της θυροξίνης για τη Hashimoto. Συγκεκριμένα, η χορήγηση συνδυασμού Τ4/Τ3 ή αποξηραμένων εκχυλισμάτων θυρεοειδούς (φυσικής προέλευσης) δεν συνιστάται rutroτε routinely, καθώς δεν έχει αποδειχθεί ανώτερη και ενέχει κινδύνους αστάθειας στα επίπεδα ορμονών . Η προσθήκη άλλων ανοσοτροποποιητικών θεραπειών δεν έχει θέση στην απλή Hashimoto, η οποία αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με ορμονική υποκατάσταση
Πότε ξεκινά θεραπεία; Η ένδειξη για θεραπεία εξαρτάται από τη βαρύτητα της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας:
- Σε εμφανή (κλινικό) υποθυρεοειδισμό – δηλαδή όταν η TSH είναι σημαντικά αυξημένη και η Τ4 κάτω από το φυσιολογικό – η θεραπεία με λεβοθυροξίνη είναι πάντοτε απαραίτητη.
- Σε υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (αυξημένη TSH αλλά φυσιολογική Τ4), η απόφαση εξατομικεύεται. Οι περισσότερες κατευθυντήριες οδηγίες συμφωνούν ότι αν η TSH είναι υψηλή (>10 mIU/L) πρέπει να δοθεί θεραπεία ακόμα κι αν η Τ4 είναι οριακά φυσιολογική, διότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εξέλιξης σε κλινικό υποθυρεοειδισμό . Για πιο ήπιες αυξήσεις της TSH (π.χ. 5–10 mIU/L) μπορεί να παρακολουθηθεί ο ασθενής χωρίς άμεση αγωγή, ειδικά αν δεν έχει συμπτώματα. Ωστόσο, παρουσία συμπτωμάτων ή θετικών αντισωμάτων, πολλοί ειδικοί συστήνουν να ξεκινήσει θεραπεία ακόμα και σε υποκλινικό στάδιο , καθώς ο υποθυρεοειδισμός τείνει να επιδεινώνεται με τον χρόνο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Θυρεοειδική Εταιρεία (European Thyroid Association, ETA), κάθε υποθυρεοειδισμός που υπάρχει πριν ή εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κύησης – ακόμη και υποκλινικός – πρέπει να αντιμετωπίζεται με θυροξίνη, δεδομένης της σημασίας των θυρεοειδικών ορμονών για την έκβαση της κύησης .
- Μόνο αντισώματα: Στην περίπτωση που ανευρίσκονται υψηλοί τίτλοι αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων αλλά χωρίς διαταραχή στις ορμόνες (φυσιολογική TSH, T4), δεν ενδείκνυται
φαρμακευτική θεραπεία. Οι ασθενείς αυτοί παραμένουν ευθυρεοειδικοί (με φυσιολογική λειτουργία) και απαιτούν απλώς παρακολούθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας τους (π.χ. έλεγχο TSH 1-2 φορές το χρόνο) . Περίπου 5–10% των ευθυρεοειδικών ατόμων με θετικά αντισώματα αναπτύσσουν υποθυρεοειδισμό κάθε έτος, συνεπώς στόχος είναι η έγκαιρη διάγνωση μόλις εμφανιστεί ανάγκη για αγωγή. Η προληπτική χορήγηση λεβοθυροξίνης σε άτομα με μόνα θετικά αντισώματα (χωρίς υψηλή TSH) δεν συνίσταται.
Παρακολούθηση: Αφού σταθεροποιηθεί ο ασθενής με την κατάλληλη δόση θυροξίνης, συνιστάταιέλεγχος TSH περίπου κάθε 6–12 μήνες (ή νωρίτερα αν υπάρχουν αλλαγές συμπτωμάτων). Η δοσολογία μπορεί να χρειαστεί τροποποίηση με την πάροδο του χρόνου (π.χ. αυξήσεις σε περίπτωση εγκυμοσύνης, σημαντικής αλλαγής βάρους ή λήψης φαρμάκων που επηρεάζουν τον θυρεοειδή). Η θεραπεία είναι μακροχρόνια – στις περισσότερες περιπτώσεις δια βίου – διότι η θυρεοειδική λειτουργία σπάνια επανέρχεται (το ανοσολογικό υπόστρωμα παραμένει). Με σωστή αγωγή, οι ασθενείς με Hashimoto μπορούν να έχουν απολύτως φυσιολογική ζωή.
Άλλες παρεμβάσεις: Μη φαρμακευτικές ή εναλλακτικές θεραπείες δεν έχουν αποδείξει αποτελεσματικότητα στην Hashimoto. Η διατροφή θα πρέπει να είναι ισορροπημένη και να περιλαμβάνει επαρκές ιώδιο (ιδίως σε εγκύους/θηλάζουσες – βλέπε παρακάτω). Η χρήση συμπληρωμάτων σεληνίου έχει μελετηθεί, αλλά οι διεθνείς οδηγίες δεν την συνιστούν rutroτε ως standard, παρά μόνο πιθανώς σε ειδικές περιπτώσεις, καθώς τα δεδομένα είναι ακόμη ασαφή. Γενικά, πάντα θα πρέπει να συμβουλεύεται κανείς ενδοκρινολόγο πριν λάβει οποιοδήποτε συμπλήρωμα ή εναλλακτική αγωγή για τον θυρεοειδή.
Χειρουργική αντιμετώπιση: Σπάνια απαιτείται χειρουργική θεραπεία (θυρεοειδεκτομή) στη νόσο Hashimoto. Μόνο εάν υπάρχει πολύ μεγάλη βρογχοκήλη που προκαλεί πίεση σε παρακείμενες δομές (τραχεία, οισοφάγο) ή ύποπτοι όζοι/κακοήθεια, μπορεί να χρειαστεί επέμβαση. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η φαρμακευτική αγωγή με θυροξίνη επαρκεί.
Ιδιαίτερες Καταστάσεις: Εγκυμοσύνη
Η διαχείριση της Hashimoto σε έγκυες γυναίκες χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, διότι οι θυρεοειδικές ορμόνες της μητέρας είναι κρίσιμες για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου (ιδίως του εγκεφάλου) κατά το πρώτο τρίμηνο. Η εγκυμοσύνη επιφέρει αυξημένες απαιτήσεις σε θυρεοειδικές ορμόνες, και ένας υπολειτουργικός θυρεοειδής μπορεί να μην ανταποκριθεί αν δεν υποστηριχθεί κατάλληλα.
Πριν την εγκυμοσύνη: Γυναίκες με γνωστή Hashimoto που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη πρέπει να ενημερώνονται και να προγραμματίζουν μαζί με τον ενδοκρινολόγο τη βέλτιστη ρύθμιση της θυρεοειδικής λειτουργίας. Στόχος είναι η τιμή της TSH να βρίσκεται στο χαμηλότερο φυσιολογικό εύρος (π.χ. περί το 1–2 mIU/L) πριν από τη σύλληψη , καθώς αυτό συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών. Σε συνεργασία με τον ιατρό μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης θυροξίνης εκ των προτέρων.
Κατά τη διάρκεια της κύησης: Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (ATA/ETA) έχουν τροποποιήσει τα όρια φυσιολογικής TSH στην κύηση. Ιδανικά χρησιμοποιούνται τριμηνιαίες τιμές αναφοράς από τον τοπικό πληθυσμό. Αν δεν υπάρχουν, η ATA προτείνει ως ανώτατο φυσιολογικό όριο TSH περίπου το 4.0 mIU/L στο 1ο τρίμηνο (αντί του παλαιότερου 2.5 mIU/L) , λόγω νεότερων δεδομένων. Ωστόσο, για ασθενείς με Hashimoto, οι περισσότεροι ειδικοί εξακολουθούν να στοχεύουν σε TSH <2.5 mIU/L, καθώς οποιαδήποτε ένδειξη υποθυρεοειδισμού μπορεί να επηρεάσει την κύηση. Εάν η γυναίκα ήδη λαμβάνει λεβοθυροξίνη, συνιστάται άμεση αύξηση της δόσης μόλις επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη – τυπικά κατά ~20–30% (π.χ. διπλασιασμός της δόσης 2 επιπλέον ημέρες την εβδομάδα) . Αυτό προλαμβάνει την πτώση των επιπέδων θυροξίνης στο κρίσιμο 1ο τρίμηνο, όπου το έμβρυο εξαρτάται από τη μητέρα. Στη συνέχεια, γίνεται συχνός έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών κάθε 4–6 εβδομάδες μέχρι τη μέση της κύησης , με αναπροσαρμογή δόσης ώστε η TSH να διατηρείται στο χαμηλόnormal εύρος (περίπου <2.5 mIU/L) . Εάν διαγνωστεί υποκλινικός υποθυρεοειδισμός κατά την εγκυμοσύνη (TSH υψηλότερη του φυσιολογικού για την κύηση, με φυσιολογική Τ4), η απόφαση θεραπείας βασίζεται στην παρουσία αντισωμάτων: Σε έγκυες με θετικά αντι-TPO αντισώματα, συνιστάται θεραπεία με θυροξίνη ακόμα και αν η TSH είναι μόνον ήπια αυξημένη (π.χ. 4–10 mIU/L) . Μελέτες δείχνουν ότι αυτό μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο αποβολής και άλλων ανεπιθύμητων εκβάσεων . Εάν η έγκυος έχει αρνητικά αντισώματα και ήπια αύξηση TSH, η προσέγγιση εξατομικεύεται – πολλοί ιατροί θα δώσουν θεραπεία προληπτικά, ιδίως αν η TSH πλησιάζει το 10. Σε κάθε περίπτωση, TSH ≥10 mIU/L στην κύηση αντιμετωπίζεται πάντα με αγωγή, ανεξαρτήτως αντισωμάτων, όπως επιβεβαιώνουν και οι
ευρωπαϊκές οδηγίες.
Διατροφή και συμπληρώματα στην εγκυμοσύνη: Είναι απαραίτητη η επαρκής πρόσληψη ιωδίου από τη μητέρα για να μπορεί να συνθέτει αρκετές ορμόνες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η ETA συνιστούν συνολική πρόσληψη ~250 μg ιωδίου ημερησίως για εγκύους και θηλάζουσες (μέγιστο έως 500 μg) . Στην πράξη, συνιστάται στις εγκύους να λαμβάνουν συμπλήρωμα ιωδίου (π.χ. 150 μg ημερησίως) εκτός αν χρησιμοποιούν επαρκώς ιωδιούχο αλάτι και διατροφή πλούσια σε ιώδιο. Η έλλειψη ιωδίου μπορεί να οδηγήσει σε κρετινισμό του εμβρύου, ενώ υπερβολικό ιώδιο μπορεί να απορρυθμίσει μια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, συνεπώς ισορροπία είναι το κλειδί. Επίσης, οι έγκυες με Hashimoto πρέπει να έχουν επαρκή επίπεδα σιδήρου και σεληνίου, καθώς τυχόν ανεπάρκειες μπορεί να επιδεινώσουν τον υποθυρεοειδισμό – ο γιατρός θα αξιολογήσει αν χρειάζονται ανάλογα συμπληρώματα.
Μετά τον τοκετό: Στην περίοδο μετά τον τοκετό (λοχεία), οι ανάγκες σε θυροξίνη συνήθως μειώνονται πίσω στα προ κύησης επίπεδα. Γυναίκες με Hashimoto που έλαβαν αυξημένη δόση στην εγκυμοσύνη, θα πρέπει να επανεκτιμηθούν 6–8 εβδομάδες μετά τον τοκετό για τυχόν προσαρμογή της δόσης στη νέα κατάσταση. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχει η οντότητα της επιλόχειας θυρεοειδίτιδας, που ουσιαστικά είναι μια παραλλαγή της αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας – εμφανίζεται σε γυναίκες μετά τον τοκετό, προκαλώντας μια παροδική διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας (συχνά πρώτα παροδική υπερθυρεοειδική φάση και έπειτα υποθυρεοειδική φάση για μερικούς μήνες). Οι περισσότερες
Βιβλιογραφικές Πηγές
- American Thyroid Association (ATA) – Hashimoto’s Thyroiditis (Chronic Lymphocytic Thyroiditis) – Patient Brochure (περί αυτοάνοσης φύσης και επιπολασμού της νόσου).
- American Thyroid Association (ATA) – Clinical Guidelines: Management of Hypothyroidism (2014) ; ATA Thyroid Disease in Pregnancy Guidelines (2017) & ATA Thyroid Health Blog (2020) (συστάσεις για κύηση – στόχοι TSH, αύξηση δόσης λεβοθυροξίνης, αντιμετώπιση υποκλινικού υποθυρεοειδισμού).
- European Thyroid Association (ETA) – Guidelines on Subclinical Hypothyroidism in Pregnancy (2014) και ETA Guidelines – Iodine Nutrition in Pregnancy (συστάσεις για αγωγή στην κύηση και πρόσληψη ιωδίου).
- Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία (ΕΕΕ) – Κείμενα Εκπαίδευσης/Θέσεις ΕΕΕ: Υποθυρεοειδισμός – Θυρεοειδίτιδα Hashimoto (2014) (στοιχεία για συχνότητα Hashimoto, παραλλαγές όπως επιλόχεια θυρεοειδίτιδα).
- StatPearls – NCBI/NIH (2023): Hashimoto Thyroiditis – Epidemiology & Pathophysiology (επιδημιολογικά δεδομένα, ποσοστά αντισωμάτων και παθοφυσιολογία)
ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ή για να κλείσετε ραντεβού, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας. ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΙΑΤΡΕΙΟΥ Δευτέρα - Τετάρτη - Πέμπτη 16.00 - 22.00 κατόπιν ραντεβού Τετάρτη & Σάββατο Πρωί 1 Φορά το μήνα ραντεβού κατόπιν συνεννόησης