Προδιαβήτης

Προδιαβήτης  

Ο προδιαβήτης αποτελεί μια ενδιάμεση μεταβολική κατάσταση στην οποία τα επίπεδα γλυκόζης είναι αυξημένα, αλλά δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Προκύπτει από έναν συνδυασμό ινσουλινοαντίστασης και δυσλειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος. Η κατάσταση αυτή είναι πλήρως αναστρέψιμη, αλλά συνδέεται με αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο.

Διαγνωστικά κριτήρια και Εργαστηριακές Εξετάσεις

Η διάγνωση του προδιαβήτη βασίζεται σε συγκεκριμένες εργαστηριακές τιμές γλυκόζης και σχετικών δεικτών. Σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (ADA) αλλά και την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, τα κριτήρια για την κατηγορία αυτή – γνωστή και ως κατηγορία αυξημένου κινδύνου για ανάπτυξη ΣΔ – είναι τα εξής :

    • Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (IFG): Γλυκόζη πλάσματος νηστείας 100–125 mg/dL. (Σημειώνεται ότι η ADA/ΕΔΕ χρησιμοποιούν το όριο των 100 mg/dL ως κατώτερο όριο, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Μελέτης Διαβήτη προτείνουν το 110 mg/dL ως κατώτερο όριο για IFG .).
    • Διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη (IGT): Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών 140–199 mg/dL κατά τη δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (OGTT) . Η δοκιμασία OGTT γίνεται με χορήγηση 75g γλυκόζης και μέτρηση σακχάρου 2 ώρες μετά.
    • Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c): Τιμές HbA1c μεταξύ 5,7%–6,4% θεωρούνται ενδεικτικές προδιαβήτη σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία . Ωστόσο, η αξιοπιστία της HbA1c ως κριτηρίου για τον προδιαβήτη δεν έχει καθιερωθεί διεθνώς – ο ΠΟΥ και η EASD δεν έχουν υιοθετήσει τη χρήση της – και στην Ελλάδα η χρήση της HbA1c για διάγνωση προδιαβήτη δεν συνιστάται επί του παρόντος. Προτιμάται δηλαδή η διάγνωση να βασίζεται στη γλυκόζη πλάσματος (νηστείας ή OGTT).


Στην πράξη, ένα άτομο διαγιγνώσκεται με προδιαβήτη εάν πληροί έστω ένα από τα παραπάνω κριτήρια (IFG ή IGT, ή –κατά ADA – αυξημένη HbA1c). Είναι σημαντικό οι μετρήσεις να επαναβεβαιώνονται, διότι παράγοντες όπως οξεία ασθένεια μπορούν παροδικά να αυξήσουν τη γλυκόζη. Όταν υπάρχει υποψία, η δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (OGTT) μπορεί να διευκρινίσει τη διάγνωση, ιδιαίτερα αν η γλυκόζη νηστείας είναι οριακή . Σημειώνεται ότι IFG και IGT μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο – σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε επίσης για προδιαβήτη, απλώς πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος εξέλιξης. 

Σχέση με την Εξέλιξη σε Διαβήτη Τύπου 2

Ο προδιαβήτης θεωρείται προειδοποιητικό στάδιο πριν τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά δεν οδηγούν όλα τα περιστατικά αναπόφευκτα σε διαβήτη. Όχι όλα τα άτομα με προδιαβήτη θα εμφανίσουν διαβήτη – ωστόσο, ο κίνδυνος είναι σημαντικός. Οι μελέτες δείχνουν ότι περίπου το 25–30% των ατόμων με προδιαβήτη θα εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 μέσα σε διάστημα 3–5 ετών, ενώ αν συνυπάρχουν και IFG και IGT, ο κίνδυνος αυξάνεται σε περίπου 50% σε βάθος 5ετίας . Με άλλα λόγια, οι προδιαβητικοί έχουν πολυετή αυξημένη πιθανότητα να περάσουν στο διαβήτη, περίπου 5-10% κάθε έτος αν δεν ληφθούν μέτρα. Επιπλέον, όσο πιο υψηλές είναι οι τιμές γλυκόζης εντός του φάσματος του προδιαβήτη (π.χ. γλυκόζη νηστείας κοντά στα 125 mg/dL ή 2ωρη OGTT κοντά στα 199 mg/dL), τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εξέλιξης . Άλλοι παράγοντες που επιταχύνουν την εξέλιξη είναι η παχυσαρκία (ιδίως κεντρικού τύπου), το οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, η έλλειψη σωματικής άσκησης και γενετική προδιάθεση.

Σημειώνεται ότι ο προδιαβήτης δεν σχετίζεται μόνο με μελλοντικό διαβήτη, αλλά και με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ακόμη και πριν την εμφάνιση διαβήτη, τα άτομα με προδιαβήτη παρουσιάζουν συχνότερα υπέρταση, δυσλιπιδαιμία (υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL) και άλλα στοιχεία του μεταβολικού συνδρόμου, γεγονός που τα καθιστά ευάλωτα σε αθηροσκλήρωση και καρδιοπάθεια. Γι’ αυτό, ο προδιαβήτης πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα και συνολικά.

Πρόληψη και Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Η καλή είδηση είναι ότι ο προδιαβήτης δεν εξελίσσεται πάντα σε διαβήτη – με κατάλληλες παρεμβάσεις μπορεί να καθυστερήσει ή και να αποφευχθεί η εμφάνιση διαβήτη. Βασικός πυλώνας της αντιμετώπισης είναι η τροποποίηση του τρόπου ζωής. Συγκεκριμένα, συστήνονται:

    • Υγιεινή διατροφή και έλεγχος θερμίδων: Υιοθέτηση μιας ισορροπημένης δίαιτας με περιορισμό ζάχαρης και κορεσμένων λιπαρών, αύξηση φρούτων, λαχανικών, φυτικών ινών και προσεκτικό έλεγχο του μεγέθους μερίδων. Στόχος είναι συχνά η απώλεια βάρους σε υπέρβαρα/παχύσαρκα άτομα. Έχει δειχθεί ότι απώλεια περίπου 5-7% του σωματικού βάρους μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη ρυθμιστική ικανότητα του οργανισμού και να μειώσει τον κίνδυνο εξέλιξης σε διαβήτη .
    • Τακτική σωματική δραστηριότητα: Άσκηση μέτριας έντασης (π.χ. γρήγορο περπάτημα)
      τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα, κατανεμημένα σε τις περισσότερες ημέρες, συνίσταται από όλες τις οδηγίες (ADA, EASD κ.λπ.). Η άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία των μυών στην ινσουλίνη και συμβάλλει στον καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης.
    • Διακοπή καπνίσματος και αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου: Το κάπνισμα επιδεινώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, συνεπώς η διακοπή του είναι σημαντική. Παράλληλα, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ενεργά η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και λοιποί καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου, καθώς ο προδιαβήτης συχνά συνυπάρχει με αυτά (π.χ. μπορεί να απαιτηθεί φαρμακευτική αγωγή για υπέρταση ή υψηλή χοληστερόλη).
    • Εκπαίδευση και παρακολούθηση: Ο τακτικός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης (π.χ. ετήσιος επανέλεγχος σε προδιαβητικούς) είναι απαραίτητος. Επίσης συνιστάται εκπαίδευση του ατόμου σχετικά με τη διατροφή, την άσκηση και τα συμπτώματα υπεργλυκαιμίας, ώστε να είναι ενήμερο και συμμορφωμένο στις παρεμβάσεις. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εξεταστεί και η χρήση φαρμακευτικών παρεμβάσεων για την πρόληψη του διαβήτη. Η μετφορμίνη είναι το πιο μελετημένο φάρμακο σε αυτό το πλαίσιο: μεγάλες μελέτες όπως το Diabetes Prevention Program (DPP) έδειξαν ότι η μετφορμίνη μπορεί να μειώσει τον ρυθμό εμφάνισης διαβήτη κατά ~31%, ενώ η εντατική δίαιτα/άσκηση τον μείωσε κατά 58% . Λόγω αυτών των ευρημάτων, ορισμένες επιστημονικές εταιρείες (π.χ. ADA, Endocrine Society) προτείνουν τη χορήγηση μετφορμίνης σε άτομα με προδιαβήτη πολύ υψηλού κινδύνου – συγκεκριμένα, σε νέους κάτω των 60 ετών που είναι παχύσαρκοι (ΔΜΣ >35) ή σε γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης, ιδίως αν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου . Προσοχή: Στην Ελλάδα και διεθνώς, η μετφορμίνη δεν έχει επίσημη ένδειξη για πρόληψη διαβήτη (η χρήση της είναι “offlabel” σε προδιαβήτη) και επομένως δεν αποτελεί γενική σύσταση ρουτίνας . Η απόφαση για φαρμακευτική παρέμβαση εξατομικεύεται και λαμβάνεται από τον ιατρό βάσει του συνολικού κινδύνου του ασθενούς. Άλλα φάρμακα που έχουν μελετηθεί (π.χ. ακαρβόζη, αγωνιστές GLP-1, γλιταζόνες) δεν χρησιμοποιούνται ευρέως προληπτικά λόγω παρενεργειών ή κόστους, χωρίς επίσημη έγκριση.


Συμπερασματικά, ο προδιαβήτης αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο με ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, οι οποίες συχνά επαρκούν για να επαναφέρουν τη γλυκόζη σε φυσιολογικά επίπεδα ή να αποτρέψουν/καθυστερήσουν τον διαβήτη. Η παρακολούθηση από ειδικούς (ιατρό, διατροφολόγο) και η υποστήριξη του ατόμου παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία. 

Επιδημιολογικά Δεδομένα

Η έκταση του προδιαβήτη παγκοσμίως έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις, παράλληλα με την άνοδο της παχυσαρκίας. Παγκοσμίως, εκτιμάται ότι περίπου το 7–9% του ενήλικου πληθυσμού έχει προδιαβήτη (IFG ή IGT), ποσοστό που αντιστοιχεί σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη, το 2021 υπήρχαν περίπου 464 εκατομμύρια ενήλικες με διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης (IGT) – ποσοστό ~9,1% του παγκόσμιου πληθυσμού – και ο αριθμόςαυτός προβλέπεται να αυξηθεί στα 638 εκατομμύρια έως το 2045 . Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί εξ αυτών δεν γνωρίζουν την κατάστασή τους, καθώς ο προδιαβήτης συνήθως δεν δίνει εμφανή
συμπτώματα. Για αυτό, οι διεθνείς οργανισμοί συστήνουν τον έλεγχο (screening) σε άτομα με παράγοντες κινδύνου (π.χ. παχυσαρκία, οικογενειακό ιστορικό), ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα οι προδιαβητικοί.


Στην Ελλάδα, τα δεδομένα επίσης δείχνουν υψηλό επιπολασμό. Η πανελλαδική μελέτη ΕΜΕΝΟ (Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας) ανέδειξε ότι περίπου 12,4% των ενηλίκων στη χώρα μας έχουν προδιαβήτη . Δηλαδή 1 στους 8 Έλληνες ενήλικες εμφανίζει τιμές γλυκόζης εντός των ορίων του προδιαβήτη. Το ποσοστό αυτό προστίθεται περίπου στο 9–10% των ενηλίκων που έχουν ήδη σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα , καταδεικνύοντας ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού έχει δυσγλυκαιμία. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι οι σύγχρονες τάσεις (καθιστική ζωή, διατροφή πλούσια σε θερμίδες) οδηγούν σε συνεχή αύξηση των ποσοστών παχυσαρκίας και, συνακόλουθα, προδιαβήτη – όχι μόνο στους ενήλικες αλλά και σε νεαρότερες ηλικίες.


Πράγματι, ενώ παλαιότερα ο προδιαβήτης και ο διαβήτης τύπου 2 θεωρούνταν προβλήματα μεσήλικων και ηλικιωμένων, σήμερα εμφανίζονται και σε εφήβους και νέους ενήλικες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μελέτες έδειξαν ότι η συχνότητα προδιαβήτη σε εφήβους έχει αυξηθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες – αγγίζοντας έως και το 18-20% στους εφήβους και ~24% στους νεαρούς ενήλικες – λόγω της επιδημίας παιδικής παχυσαρκίας. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στην Ευρώπη. Αυτό προμηνύει σημαντική μελλοντική επιβάρυνση από διαβήτη τύπου 2 αν δεν ληφθούν μέτρα πρόληψης. 

Πληθυσμιακά Γκρουπ και Ειδικές Καταστάσεις

Ο προδιαβήτης μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, ωστόσο ορισμένες ομάδες έχουν ιδιαίτερη προδιάθεση ή σημασία στην αντιμετώπιση:

    • Παιδιά και Έφηβοι: Παρά το ότι η διάγνωση προδιαβήτη σε παιδικές ηλικίες δεν ήταν συνήθης στο παρελθόν, σήμερα συναντάται ολοένα και περισσότερο λόγω της αυξημένης συχνότητας παιδικής παχυσαρκίας. Τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά (ΔΜΣ >85ης ή >95ης εκατοστιαίας θέσης για ηλικία/φύλο) με επιπλέον παράγοντες κινδύνου (π.χ. οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, μητέρα με διαβήτη κύησης) πρέπει να ελέγχονται για προδιαβήτη ή διαβήτη από την ηλικία των 10 ετών ή την έναρξη της εφηβείας . Η έγκαιρη παρέμβαση σε αυτά (απώλεια βάρους, άσκηση) μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 σε πολύ νεαρή ηλικία. Η πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο, καθώς η νεανική εμφάνιση προδιαβήτη θεωρείται «ωρολογιακή βόμβα» για μελλοντικά
      προβλήματα υγείας.
    • Ενήλικες και Ηλικιωμένοι: Σε ενήλικες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας εμφανίζεται η πλειονότητα των περιπτώσεων προδιαβήτη. Ο κίνδυνος αυξάνεται με την ηλικία – για παράδειγμα, το μεταβολικό σύνδρομο (συμπεριλαμβανομένου προδιαβήτη) εμφανίζεται μόλις στο ~5% των ατόμων 20-29 ετών, αλλά σε πάνω από 40% των ατόμων άνω των 70 . Οι ηλικιωμένοι συχνά συγκεντρώνουν πολλούς παράγοντες κινδύνου (συσσώρευση λίπους, υπέρταση κ.λπ.), γι’ αυτό ο προδιαβήτης είναι συχνός σε αυτές τις ηλικίες. Ειδική μέριμνα χρειάζεται στους ηλικιωμένους λόγω της αυξημένης επίπτωσης καρδιαγγειακών συμβαμάτων – οι παρεμβάσεις πρέπει να σταθμίζουν το όφελος πρόληψης διαβήτη με τη γενική υγεία του ατόμου.
    • Παχύσαρκα άτομα: Η παχυσαρκία – και ειδικά η συγκέντρωση λίπους στην κοιλιακή χώρα – είναι ο σημαντικότερος προδιαθεσικός παράγοντας για προδιαβήτη. Η κεντρική παχυσαρκία οδηγεί σε έντονη αντίσταση στην ινσουλίνη, προκαλώντας αρχικά αύξηση της ινσουλίνης νηστείας και τελικά υπεργλυκαιμία. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των παχύσαρκων ατόμων παρουσιάζει προδιαβήτη ή/και μεταβολικό σύνδρομο. Στοιχεία δείχνουν ότι περίπου 1 στους 3 παχύσαρκους έφηβους έχει ήδη προδιαβήτη , ενώ σε παχύσαρκους ενήλικες τα ποσοστά είναι επίσης υψηλά. Για το λόγο αυτό, η απώλεια βάρους σε παχύσαρκα άτομα θεωρείται η πιο αποτελεσματική παρέμβαση για την πρόληψη του διαβήτη.
    • Γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΩ): Το ΣΠΩ είναι μια ορμονική διαταραχή που πλήττει γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και συνδέεται στενά με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η πλειονότητα των γυναικών με ΣΠΩ – έως και 50-70% ανάλογα με τη σειρά – εμφανίζουν κάποιο βαθμό ινσουλινοαντίστασης, ανεξάρτητα από το σωματικό τους βάρος . Αυτή η μεταβολική επίδραση κάνει τις γυναίκες με ΣΠΩ ιδιαίτερα επιρρεπείς σε προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2. Μάλιστα, επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι πάνω από τις μισές γυναίκες με ΣΠΩ θα αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 μέχρι την ηλικία των 40 ετών . Για τον λόγο αυτό, οι διεθνείς οδηγίες συνιστούν να ελέγχονται τακτικά οι γυναίκες με ΣΠΩ για διαταραχές του μεταβολισμού γλυκόζης (π.χ. με OGTT ή γλυκόζη νηστείας ανά διετία ή συχνότερα αν υπάρχουν επιπλέον παράγοντες κινδύνου). Η έγκαιρη διάγνωση προδιαβήτη στις γυναίκες αυτές είναι κρίσιμη, καθώς δίαιτα, άσκηση και φαρμακευτικές παρεμβάσεις (π.χ. μετφορμίνη) μπορούν να βελτιώσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη, να ρυθμίσουν τον έμμηνο κύκλο και να προλάβουν τον διαβήτη.

Αντίσταση στην Ινσουλίνη

Αντίσταση στην ινσουλίνη ονομάζουμε την κατάσταση κατά την οποία τα κύτταρα του σώματος (κυρίως οι μύες, το ήπαρ και ο λιπώδης ιστός) δεν ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στη δράση της ινσουλίνης. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που βοηθά τη γλυκόζη του αίματος να εισέλθει στα κύτταρα για να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια. Στην αντίσταση στην ινσουλίνη, τα κύτταρα έχουν μειωμένη ευαισθησία – είναι σαν να έχουν “ανοσία” στην ινσουλίνη – με αποτέλεσμα ο οργανισμός να χρειάζεται πολύ περισσότερη ινσουλίνη για να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Το πάγκρεας, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη γλυκόζη σε φυσιολογικά επίπεδα, αντισταθμίζει αρχικά παράγοντας μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης (υπερινσουλιναιμία). Έτσι, στην αρχή δεν εμφανίζονται συμπτώματα, διότι ο οργανισμός “υπερκαλύπτει” την αντίσταση με περισσότερη ινσουλίνη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, αυτή η κατάσταση επιβαρύνει τα βκύτταρα του παγκρέατος. Τελικά, το πάγκρεας μπορεί να μην καταφέρει να παράγει αρκετή ινσουλίνη ώστε να υπερνικήσει την αντίσταση των ιστών – τότε τα επίπεδα σακχάρου αρχίζουν να ανεβαίνουν, οδηγώντας αρχικά σε προδιαβήτη και τελικά σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

Παθογένεια

Η αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελεί κεντρικό παθοφυσιολογικό μηχανισμό πίσω από το μεταβολικό σύνδρομο και τον διαβήτη τύπου 2. Στην ουσία, είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο διαβήτης: σχεδόν όλα τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν αντίσταση στην ινσουλίνη σε κάποιο βαθμό . Σημαντικό ρόλο στην παθογένεια παίζουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Υπάρχει κληρονομική προδιάθεση – έχουν βρεθεί γονίδια που επηρεάζουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη – αλλά εξίσου κρίσιμος είναι ο ρόλος του σύγχρονου τρόπου ζωής. Παχυσαρκία (ιδίως κεντρικού τύπου), καθιστική ζωή (έλλειψη σωματικής άσκησης) και αυξημένη ηλικία είναι από τους κυριότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη . Το πλεονάζον λίπος, ειδικά στο ήπαρ και την κοιλιά, οδηγεί σε μια φλεγμονώδη αντίδραση και ορμονικές μεταβολές που παρεμποδίζουν την ινσουλινική σηματοδότηση στα κύτταρα. Επίσης, ο λιπώδης ιστός σε κατάσταση υπερπλήρωσης μπορεί να εκκρίνει ουσίες (αδιποκίνες) που επιδεινώνουν την ινσουλινοαντίσταση. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με αυξημένο βάρος εμφανίζουν
συχνά υπερινσουλιναιμία και υψηλότερες τιμές σακχάρου από το φυσιολογικό, ακόμα κι αν τυπικά δεν έχουν διαβήτη. Επιπλέον, ορισμένες ορμονικές ή παθολογικές καταστάσεις συνδέονται με αυξημένη ινσουλινοαντίσταση. Παραδείγματα αποτελούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS), η μελανίζουσα ακάνθωση (σκούρες βλάβες στο δέρμα – ένδειξη σοβαρής αντίστασης), ο υπερθυρεοειδισμός ή λήψη φαρμάκων όπως κορτικοστεροειδή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε άτομα με φυσιολογικό βάρος. Συνολικά, όμως, το ενεργειακό ισοζύγιο (περισσή ενέργεια που αποθηκεύεται ως λίπος) παραμένει ο κυριότερος παράγοντας διόγκωσης του προβλήματος σε πληθυσμιακό επίπεδο. 

Διαγνωστικά κριτήρια και Εργαστηριακές Εξετάσεις

Η αντίσταση στην ινσουλίνη δεν έχει ένα απλό, μοναδικό εργαστηριακό τεστ διάγνωσης για την καθημερινή κλινική πράξη, σε αντίθεση με τον διαβήτη όπου υπάρχουν σαφή όρια γλυκόζης. Συνήθως η διάγνωση ή εκτίμηση γίνεται έμμεσα, μέσω συνδυασμού κλινικών ευρημάτων και εργαστηριακών μετρήσεων:

    • Κλινικές ενδείξεις: Η παρουσία κεντρικής παχυσαρκίας (αυξημένη περίμετρος μέσης), σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά όπως υπέρταση, υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL χοληστερόλη και αυξημένη γλυκόζη νηστείας συνθέτουν το μεταβολικό σύνδρομο. Το μεταβολικό σύνδρομο στην ενήλικη ζωή θεωρείται υποκατάστατος δείκτης ινσουλινοαντίστασης – η πλειονότητα των ατόμων με αυτό έχουν υποκείμενη αντίσταση στην ινσουλίνη. Επίσης, ευρήματα όπως η μελανίζουσα ακάνθωση (σκούρες, βελούδινες υπερκερατωσικές αλλοιώσεις στο δέρμα του αυχένα, μασχάλων κ.α.) αποτελούν χαρακτηριστικό σημάδι σοβαρής υπερινσουλιναιμίας και αντίστασης στην ινσουλίνη . Σε γυναίκες, η διάγνωση PCOS συχνά συνεπάγεται και παρουσία αντίστασης στην ινσουλίνη.
    • Γλυκόζη και Ινσουλίνη νηστείας: Ένα πρώτο βήμα εργαστηριακής αξιολόγησης είναι η ταυτόχρονη μέτρηση σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα μετά από νηστεία. Η φυσιολογική ανταπόκριση του παγκρέατος σε φυσιολογική γλυκόζη είναι χαμηλά επίπεδα ινσουλίνης. Όταν όμως παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας ενώ η γλυκόζη είναι ακόμη φυσιολογική ή οριακά αυξημένη, αυτό υποδηλώνει ότι το σώμα χρειάζεται περισσότερη ινσουλίνη απ’ το φυσιολογικό για να διατηρήσει το σάκχαρο, δηλαδή υπάρχει αντίσταση.
    • Δείκτης HOMA-IR: Ένας ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης για την ποσοτικοποίηση της ινσουλινοαντίστασης είναι ο HOMA-IR (Homeostatic Model Assessment–Insulin Resistance). Υπολογίζεται από τις τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας (με τύπο: [Γλυκόζη (mmol/L) ×Ινσουλίνη (μIU/mL)] / 22.5). Σε έναν υγιή άνθρωπο ο HOMA-IR κυμαίνεται συνήθως γύρω στο 1-2. Τιμές HOMA-IR πάνω από ~2,5 θεωρούνται ενδεικτικές αντίστασης στην ινσουλίνη σε ενήλικες . Για παράδειγμα, μια τιμή 4 ή 5 θα υποδήλωνε σημαντική αντίσταση. Ωστόσο, δεν υπάρχει διεθνώς πλήρως αποδεκτό «φυσιολογικό εύρος» του HOMA-IR – εξαρτάται από τον πληθυσμό, την ηλικία κ.λπ. – και χρησιμοποιείται κυρίως στην έρευνα ή για παρακολούθηση βελτίωσης με την πάροδο του χρόνου.
    • Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης με μέτρηση ινσουλίνης: Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτελείται OGTT όπου, εκτός από τη γλυκόζη στο 0 και 120’, μετριέται και η ινσουλίνη. Ένα παθολογικά υψηλό επίπεδο ινσουλίνης μετά φόρτιση με γλυκόζη (υπερινσουλιναιμική απάντηση), σε συνδυασμό με σχετικά φυσιολογική γλυκόζη 2 ωρών, φανερώνει ότι το άτομο για να διατηρήσει φυσιολογικό το σάκχαρο εκκρίνει υπερβολική ινσουλίνη – ένδειξη αντίστασης στην ινσουλίνη.
    • Ειδικές δοκιμασίες – Eυγλυκαιμικό clamp: Στην ερευνητική πρακτική, ο «χρυσός κανόνας» για τη μέτρηση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη είναι η τεχνική clamp (σαγμόσφυγμου ευγλυκαιμίας), όπου εγχύεται ινσουλίνη ενδοφλεβίως και μετριέται πόση γλυκόζη χρειάζεται
      να συγχορηγηθεί για να διατηρηθεί το σάκχαρο σταθερό. Αυτή η μέθοδος ποσοτικοποιεί άμεσα πόσο καλά ανταποκρίνεται το σώμα στην ινσουλίνη. Είναι όμως πολύπλοκη και εφαρμόζεται μόνο σε εξειδικευμένα κέντρα για ερευνητικούς σκοπούς. 


Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει επίσημος ορισμός «πότε κάποιος έχει αντίσταση στην ινσουλίνη» όπως υπάρχει για τον διαβήτη. Η αντίσταση αναπτύσσεται σε φάσμα – από ήπια έως σοβαρή – και δεν γίνεται αντιληπτή κλινικά μέχρι να επηρεάσει τη γλυκόζη ή άλλες παραμέτρους. Συχνά, λοιπόν, συμπεραίνουμε την ύπαρξή της όταν δούμε συνδυασμό παραγόντων (υπερινσουλιναιμία, κοιλιακή παχυσαρκία, λιπιδαιμικές διαταραχές). Οι γιατροί μπορεί να χρησιμοποιούν τον όρο «ινσουλινοαντίσταση» για να περιγράψουν αυτή την κατάσταση και να κινητοποιήσουν τον ασθενή προς αλλαγές τρόπου ζωής. 

Σχέση με την Εξέλιξη σε Διαβήτη Τύπου 2

Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός που οδηγεί στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2. Στα περισσότερα άτομα, ο διαβήτης τύπου 2 προαναγγέλλεται από μια μακρά περίοδο ινσουλινοαντίστασης, κατά την οποία το πάγκρεας αγωνίζεται να διατηρήσει τη γλυκόζη φυσιολογική παρά την μειωμένη δράση της ινσουλίνης. Στην αρχή της αντίστασης, όπως αναφέρθηκε, οι τιμές γλυκόζης μπορεί να παραμένουν εντός των φυσιολογικών ορίων χάρη στην υπερέκκριση ινσουλίνης. Αυτή η κατάσταση όμως δεν είναι ακίνδυνη: η χρόνια υπερινσουλιναιμία σχετίζεται με άλλες επιπτώσεις, όπως υπέρταση (η ινσουλίνη σε υψηλά επίπεδα προάγει την επαναρρόφηση νατρίου στα νεφρά και την συμπαθητική δραστηριότητα), δυσλιπιδαιμία (αυξημένα τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL) και φλεγμονή, συμβάλλοντας στην αθηροσκλήρωση.


Με τον καιρό, όσο η αντίσταση παραμένει, το πάγκρεας αρχίζει να δυσκολεύεται. Τα β-κύτταρα υφίστανται λειτουργική εξάντληση και ενδεχομένως βλάβη. Όταν πλέον η παραγωγή ινσουλίνης δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει την αντίσταση, εμφανίζεται αρχικά προδιαβήτης (ελαφρώς αυξημένο σάκχαρο) και τελικά κλινικός διαβήτης τύπου 2 . Είναι αξιοσημείωτο ότι έως τη στιγμή της διάγνωσης του διαβήτη, ένα άτομο μπορεί να έχει χάσει πάνω από το 50% της αρχικής λειτουργίας των β-κυττάρων του. Αυτό εξηγεί γιατί ο διαβήτης τείνει να επιδεινώνεται με τον χρόνο – η αντίσταση στην ινσουλίνη παραμένει, και παράλληλα η ικανότητα του παγκρέατος μειώνεται.


Εν ολίγοις, η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι το «έδαφος» επάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο διαβήτης τύπου 2, με τον προδιαβήτη να αποτελεί το μεταβατικό στάδιο. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο προδιαβήτης και ο διαβήτης τύπου 2 είναι οι τελικές συνέπειες μιας μακροχρόνιας αντίστασης στην ινσουλίνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ινσουλινοαντίσταση παίζει ρόλο και σε άλλα νοσήματα: ανεξάρτητα από τον διαβήτη, η υπερινσουλιναιμία έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου , μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος (λίπωση ήπατος) και φυσικά με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στις γυναίκες.

Πρόληψη και Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Επειδή η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται άμεσα με τον τρόπο ζωής, η αντιμετώπισή της στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις. Ο στόχος είναι να βελτιωθεί η ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη, ώστε ο οργανισμός να μπορεί να διατηρεί φυσιολογικό σάκχαρο με φυσιολογικές ποσότητες ινσουλίνης. Τα κύρια μέτρα είναι παρόμοια με αυτά που περιγράφηκαν για τον προδιαβήτη:

    • Διατροφικές αλλαγές και απώλεια βάρους: Η μείωση του σωματικού λίπους είναι ίσως η πιο αποτελεσματική στρατηγική. Ακόμη και απώλεια 5-10% του σωματικού βάρους έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αντίσταση στην ινσουλίνη. Συνιστάται υποθερμιδική, ισορροπημένη δίαιτα, με έμφαση σε τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (π.χ. προϊόντα ολικής άλεσης αντί για άσπρα άλευρα/ζάχαρη) και αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών. Η αποφυγή της υπερκατανάλωσης θερμίδων και η κατανομή των γευμάτων μέσα στην ημέρα βοηθούν επίσης στο να μην υπερφορτώνεται το πάγκρεας.
    • Αυξημένη σωματική δραστηριότητα: Η άσκηση αυξάνει την πρόσληψη γλυκόζης από τους μύες ανεξάρτητα από την ινσουλίνη (μέσω διαφορετικών μονοπατιών στα μυϊκά κύτταρα). Συνεπώς, βελτιώνει την γλυκαιμική ρύθμιση και “εκπαιδεύει” τους μυς να χρησιμοποιούν καλύτερα την διαθέσιμη ινσουλίνη. Η συνιστώμενη άσκηση είναι τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα αεροβικής άσκησης μέτριας έντασης, μαζί με ασκήσεις ενδυνάμωσης. Ακόμη και καθημερινό γρήγορο περπάτημα 30’ έχει μετρήσιμη επίδραση στην ευαισθησία στην ινσουλίνη Με την άσκηση, τα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας συχνά μειώνονται, ένδειξη βελτιωμένης ευαισθησίας.
    • Φαρμακευτικές παρεμβάσεις: Δεν υπάρχει ειδικό «φάρμακο για την αντίσταση στην ινσουλίνη» εγκεκριμένο για άτομα χωρίς διαβήτη. Παρ’ όλα αυτά, φάρμακα που χρησιμοποιούνται στον διαβήτη τύπου 2 βελτιώνουν την ινσουλινοευαισθησία. Η μετφορμίνη (διγουανίδη) μειώνει την ηπατική παραγωγή γλυκόζης και αυξάνει τη δράση της ινσουλίνης στους ιστούς, και θεωρείται ότι μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη . Για αυτό συχνά χορηγείται σε γυναίκες με PCOS που έχουν αντίσταση στην ινσουλίνη, βοηθώντας τόσο στη μεταβολική βελτίωση όσο και στην αποκατάσταση της ωορρηξίας. Επίσης, οι θειαζολιδινεδιόνες (π.χ. πιογλιταζόνη) είναι φάρμακα που βελτιώνουν σημαντικά την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη ενεργοποιώντας υποδοχείς στα λιποκύτταρα – όμως η χρήση τους περιορίζεται λόγω παρενεργειών. Σε ασθενείς με πολύ σοβαρή ινσουλινοαντίσταση και διαβήτη, μπορεί να απαιτούνται μεγάλες δόσεις ινσουλίνης ή εξειδικευμένες θεραπείες (π.χ. αναστολείς SGLT2, αγωνιστές GLP-1 που παρά τη διαφορετική τους δράση οδηγούν και σε απώλεια βάρους, βελτιώνοντας την αντίσταση έμμεσα). Σημείο-κλειδί: Σε άτομα χωρίς διαβήτη, η κύρια σύσταση είναι οι αλλαγές τρόπου ζωής· φάρμακα όπως η μετφορμίνη ίσως χρησιμοποιηθούν σε ειδικές περιπτώσεις (π.χ. νεαρά άτομα με σοβαρή αντίσταση και προδιαβήτη, κατόπιν κρίσης του γιατρού).
    • Άλλες παρεμβάσεις: Επειδή η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, πρέπει να αντιμετωπίζονται και οι συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου. Αυτό σημαίνει θεραπεία της υπέρτασης, των λιπιδίων (π.χ. χορήγηση στατίνης αν ενδείκνυται), διακοπή καπνίσματος, και γενικά ολιστική προσέγγιση του ασθενούς. Επιπλέον, στον προληπτικό έλεγχο, συχνά συνιστάται έλεγχος βιταμίνης D και άλλων παραμέτρων που μπορεί να σχετίζονται με το μεταβολισμό.


Είναι αξιοσημείωτο ότι οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής μπορούν όχι μόνο να προλάβουν διαβήτη, αλλά και να αναστρέψουν εν μέρει την αντίσταση στην ινσουλίνη: άτομα που χάνουν βάρος και αυξάνουν τη φυσική τους δραστηριότητα συχνά παρουσιάζουν πτώση των επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα και βελτίωση των εργαστηριακών τους εξετάσεων. Με άλλα λόγια, η αντίσταση στην ινσουλίνη δεν είναι μόνιμη και μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά με αλλαγές στην υγεία και τη συμπεριφορά. 

Επιδημιολογικά Δεδομένα και Προβολές

Η αντίσταση στην ινσουλίνη βρίσκεται πίσω από τις σύγχρονες επιδημίες μεταβολικών νοσημάτων. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει απευθείας τρόπος να μετρήσουμε τον αριθμό των ατόμων με ινσουλινοαντίσταση, οι επιδημιολόγοι χρησιμοποιούν έμμεσους δείκτες όπως το μεταβολικό σύνδρομο, την παχυσαρκία και τον προδιαβήτη.


Παγκόσμια εικόνα: Περίπου το 25% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού εκτιμάται ότι πληροί τα κριτήρια του μεταβολικού συνδρόμου . Αυτό το εντυπωσιακό ποσοστό – ένας στους τέσσερις – δίνει μια τάξη μεγέθους του πόσο διαδεδομένη είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη διεθνώς. Σε απόλυτους αριθμούς, πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως έχουν υπερβολικό βάρος ή/και μεταβολικές διαταραχές που σχετίζονται με ινσουλινοαντίσταση. Ιδιαίτερα οι χώρες με υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας (όπως οι ΗΠΑ, αλλά και μεσογειακές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) εμφανίζουν και υψηλά ποσοστά μεταβολικού συνδρόμου. Η αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού παγκοσμίως, σε συνδυασμό με τη δυτικού τύπου διατροφή, σημαίνει ότι η επίπτωση του προβλήματος αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες.


Ελλάδα: Στη χώρα μας, τα δεδομένα δείχνουν ότι η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι εξίσου – αν όχι περισσότερο – διαδεδομένη. Μελέτη για το μεταβολικό σύνδρομο στον ελληνικό πληθυσμό βρήκε επιπολασμό ~23,6% στους ενήλικες , δηλαδή σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες ενήλικες πληροί τα κριτήρια (NCEP ATP III) του μεταβολικού συνδρόμου. Το ποσοστό αυτό ήταν παρόμοιο σε άνδρες και γυναίκες, και παρουσίαζε μεγάλη αύξηση με την ηλικία (από ~5% στους νέους σε >40% στους ηλικιωμένους) . Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας (ιδίως παιδικής) σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η παρουσία ινσουλινοαντίστασης στον πληθυσμό – αν και δεν μετριέται άμεσα – θεωρείται εκτεταμένη. Για παράδειγμα, πάνω από 60% των υπέρβαρων/παχύσαρκων ατόμων πιθανότατα έχουν κάποιο βαθμό αντίστασης στην ινσουλίνη. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα υψηλά ποσοστά διαβήτη τύπου 2 που καταγράφονται.


Στα παιδιά και εφήβους, αξίζει να σημειωθεί ότι παρατηρείται αύξηση της εμφάνισης αντίστασης στην ινσουλίνη λόγω της αύξησης της παιδικής παχυσαρκίας. Περίπου 3-5% των εφήβων διεθνώς εκτιμάται πως έχουν μεταβολικό σύνδρομο , ενώ μετρήσεις HOMA-IR σε παχύσαρκους εφήβους δείχνουν ευρήματα ινσουλινοαντίστασης πολύ συχνά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 ακόμα και σε ηλικίες κάτω των 20 ετών, κάτι που παλαιότερα ήταν εξαιρετικά σπάνιο.

Συνολικά, η αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελεί ένα σιωπηλό αλλά πολύ διαδεδομένο πρόβλημα υγείας. Δεν διαγιγνώσκεται επίσημα, αλλά “κρύβεται” πίσω από γνωστές διαγνώσεις (παχυσαρκία, προδιαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο, PCOS). Η αντιμετώπισή της – κυρίως μέσω της βελτίωσης του τρόπου ζωής – θεωρείται κλειδί για την αναχαίτιση της πανδημίας του διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών νοσημάτων στον 21ο αιώνα. Δηλαδή, αν καταφέρουμε σε πληθυσμιακό επίπεδο να μειώσουμε την παχυσαρκία και να αυξήσουμε την άσκηση, θα μειώσουμε δραστικά και τα περιστατικά διαβήτη, με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία. Αντίστροφα, η αδράνεια απέναντι στην ινσουλινοαντίσταση θα οδηγήσει σε ολοένα και περισσότερους νέους διαβητικούς και καρδιοπαθείς τα επόμενα χρόνια – κάτι που καθιστά την πρόληψη και ευαισθητοποίηση για την αντίσταση στην ινσουλίνη ζωτικής σημασίας.


Βιβλιογραφικές Πηγές: Οι παραπάνω πληροφορίες βασίζονται σε πρόσφατες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (π.χ. American Diabetes Association – Standards of Care 2024, κοινές συστάσεις ADA/EASD) , σε οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας , καθώς και σε μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες και στατιστικά δεδομένα από την Ελλάδα και τον κόσμο. Οι συστάσεις αυτές τονίζουν τη σημασία της έγκαιρης αναγνώρισης και αντιμετώπισης του προδιαβήτη και της αντίστασης στην ινσουλίνη, με στόχο τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2.  

ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ή για να κλείσετε ραντεβού, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας.

ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΙΑΤΡΕΙΟΥ
Δευτέρα - Τετάρτη - Πέμπτη 16.00 - 22.00 κατόπιν ραντεβού
Τετάρτη & Σάββατο Πρωί 1 Φορά το μήνα
ραντεβού κατόπιν συνεννόησης